βραγχαλέος

βραγχαλέος
βραγχαλέος, -α, -ον (Α)
βραχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βράγχος + -αλέος* (πρβλ. αργαλέος, κερδαλέος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραγχαλέους — βραγχαλέος hoarse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”